-
1 платье
платье с 1) (женское) το φόρεμα, το φουστάνι 2) (одежда) το ένδυμα, το ρούχο* магазин готового \платьея το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων* * *с1) ( женское) το φόρεμα, το φουστάνι2) ( одежда) το ένδυμα, το ρούχοмагази́н гото́вого пла́тья — το κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων
-
2 магазин
-а α.1. μαγαζί, κατάστημα•продовольственный магазин κατάστημα τροφίμων•
промтоварный магазин εμπορικό κατάστημα•
магазин готового платья κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων•
овощной магазин μανάβικο, οπωρολαχανοπωλείο.
2. παλ. από θήκη.3. θαλάμη (όπλου μηχανισμών κ.τ.τ.).4. συσκευή ηλεκτρικών μετρήσεων. -
3 платье
плать||ес1. собир. τό φόρεμα, ὁ Ιματισμός, ἡ ἐνδυμασία, ἡ περιβολή, τό Ενδυμα:магазин готового \платьея κατάστημα ἐτοίμων ἐνδυμάτων2. (женское) τό φουστάνι:шелковое \платье μεταξωτό φουστάνί вечернее \платье βραδυνή τουαλέτα -
4 ένδυμα
τό1) платье (тж. собир.); одежда, костюм;ένδυμα одеяние (уст. шутл.);
ένδυμα χορού — вечернее платье;
επίσημον ένδυμα — парадный, выходной костюм;
ένδυμα περιπάτου — выходное платье;
κατάστημα ετοίμων ένδυμάτων — магазин готового платья;
ένδυμα γάμου — свадебный наряд;
2) тех:ένδυμ ατμοσωλήνος — тепловая изоляция паропровода
-
5 έτοιμος
η, ο [ος, ον ]1) готовый, законченный;έτοιμα είδη — готовые изделия;
κατάστημα ετοίμων ενδυμάτων магазин готового платья;είμαι έτοιμος — я готов;
τό φαγητό είναι έτοιμο — обед готов;
2) готовый (к чему-л.); намеревающийся;έτοιμος να κλάψει — готовый заплакать;
έτοιμος να θυσιασθεί υπέρ πατρίδος — готовый умереть за родину;
έτοιμος προς πόλεμο — готовый к войне;
έτοιμος γιά κουβέντα — готовый к беседе;
§ έτοιμη απάντηση — готовый ответ;
τρώγω ( — или ζω) από τα έτοιμα — жить на всём готовом;
τα θέλει όλα έτοιμα — ему подавай всё готовое;
έτοιμος να εξυπηρετήσω — готовый к услугам
-
6 платье
-я, γεν. πλθ. -ьев ουδ.1. αθρσ. ενδύματα, φορέματα ρούχα• ενδυμασία•мужское платье ανδρικά ενδύματα•
женское платье γυναικεία ενδύματα•
магазин готового -ья κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων•
траурное платье πένθιμη ενδυμασία, πένθιμα ρούχα, τα μαύρα.
2. φουστάνι, φόρεμα•шёлковое платье μεταξωτό φουστάνι.
-
7 секция
секция 1-и θ.1. τμήμα• τομέας•секция готового платья в универмаге τμήμα ετοίμων ενδυμάτων στο κατάστημα•
работа совещания по -ям εργασία της σύσκεψης κατά τμήματα.
2. διαμέρισμα•секция жилого дома διαμέρισμα σπιτιού.
секция 2-и θ.τομή χειρουργική, σχίσιμο-άνοιγμα•секция трупа σχίσιμο του πτώματος•
вены σχίσιμο της φλέβας.
См. также в других словарях:
έτοιμος — η, ο (ΑΜ ἕτοιμος, η, ον και ἕτοιμος, ον Α και ἑτοῑμος, η, ον και ἑτοῑμος, ον) 1. ο παρασκευασμένος, ο προετοιμασμένος για κάτι, ο πρόχειρος, ο διαθέσιμος, ο κατάλληλος για άμεση χρήση (α. «ὀνείαθ ἑτοῑμα προκείμενα», Ομ. Οδ. β. «καί τοι ταῡτα… … Dictionary of Greek
μπουτίκ — η μικρό κατάστημα έτοιμων ενδυμάτων, ιδίως γυναικείων, και ειδών πολυτελείας. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. boutique < αρχ. προβηγκ. boteka < αποθήκη] … Dictionary of Greek